- πρωτεϊνόκοκκος
- ο, Νβοτ. συν. στον πληθ. οι πρωτεϊνόκοκκοιέγκλειστα τού κυτταροπλάσματος που σχηματίζονται, κυρίως, στα κύτταρα τών σπερμάτων ή άλλων αποταμιευτικών οργάνων από τη συσσώρευση αποταμιευτικών πρωτεϊνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεΐνη + κόκκος. Η λ. στον πληθ. πρωτεϊνόκοκκοι, μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.